- τριστοίχους
- τρίστοιχοςin three rowsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίστοιχος — η, ο / τρίστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ. β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ. γ. «ἔχειν ἐπ ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.) αρχ. 1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν … Dictionary of Greek